Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἱ ὑπάρχοντες

См. также в других словарях:

  • ὑπάρχοντες — ὑπάρχω begin pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SAMPSAE vel SAMPSITAE — populi fuêre Arabiae, ab urbe Sampsa dicti, Ossenis vicini: quos cum Essenis confundunt nonnulli et quasi ἡλιακοὺς appellatos contendunt, quod Solem venerarentur. Sed nec de Essenis id verum, et a Sampsa potius urbe illi nomen habuêre, cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Strategos — For the board game, see Stratego. Strategus redirects here. For the genus of beetle, see Strategus (beetle). Bust of an unidentified strategos with Corinthian helmet; Hadrianic Roman copy of a Greek sculpture of c. 400 BC Strategos, plural… …   Wikipedia

  • άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …   Dictionary of Greek

  • καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κολχικίνη — Ουσία φυτικής προέλευσης, που ανήκει στα αλκαλοειδή. Εξάγεται από διάφορα μέρη (σπόροι, βολβοί κ.ά.) του φυτού κολχικό το φθινοπωρινό, της οικογένειας των λειριιδών, από το οποίο απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1820. Η κ. έχει απομονωθεί και από… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • μοτοκρός — το (αθλητ.) τύπος αγώνα με μοτοσυκλέτες, κατά τον οποίο οι αναβάτες μοτοσυκλετιστές εκτελούν διαδρομή σημειωμένη σε ανοιχτό έδαφος και έξω από τους υπάρχοντες δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. motocross < moto (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»